- δεσποτικός
- δεσποτικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεσποτικός — ή, ό (AM δεσποτικός, ή, όν) [δεσπότης] Ι. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δεσπότη, σε κυρίαρχο 2. απολυταρχικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. 1. αφιερωμένος στον Δεσπότη, στον Χριστό («δεσποτικές εορτές») 2. το ουδ. ως ουσ. το δεσποτικό … Dictionary of Greek
δεσποτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δεσπότη, αρχιερατικός: Δεσποτικός θρόνος. 2. αυτός που ασκεί αυταρχική εξουσία, απολυταρχικός: Η συμπεριφορά του απέναντι στους εργαζόμενους είναι δεσποτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσποτικός ή επισκοπικός θρόνος — Ο θρόνος που βρίσκεται στο εσωτερικό του κυρίως ναού, στο δεξιό μέρος του. Ονομάζεται και καθέδρα. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, στη θέση αυτή καθόταν ο αυτοκράτορας. Ο πατριάρχης είχε άλλο θρόνο, απέναντι από αυτόν του αυτοκράτορα. Μετά την… … Dictionary of Greek
δεσποτικά — δεσποτικός of neut nom/voc/acc pl δεσποτικά̱ , δεσποτικός of fem nom/voc/acc dual δεσποτικά̱ , δεσποτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικώτερον — δεσποτικός of adverbial comp δεσποτικός of masc acc comp sg δεσποτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικῶν — δεσποτικός of fem gen pl δεσποτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικόν — δεσποτικός of masc acc sg δεσποτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικαῖς — δεσποτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικαί — δεσποτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικοῖς — δεσποτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)